Η θεσμοθετημένη ακαδημαϊκή λογοκλοπή

Στο γραφείο μου αναπαύεται ένα βιβλίο-τούβλο. Χίλιες σελίδες και βάλε. Πραγματεύεται ένα μάλλον εξειδικευμένο γνωστικό αντικείμενο, με το οποίο ο πολύς κόσμος δεν είναι εξοικειωμένος, και φέρει φαρδύ-πλατύ το όνομα του συγγραφέως. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ένας πολύ δραστήριος Έλληνας καθηγητής, που χαίρει διεθνούς εκτίμησης για τα πάμπολλα και καλής ποιότητας άρθρα που έχει παρουσιάσει σε διεθνή συνέδρια και περιοδικά.

Όλα καλά μέχρι εδώ, έτσι; Όχι και τόσο. Βλέπετε, αρκετά από τα κεφάλαια του εν λόγω βιβλίου είναι στην πραγματικότητα απαλλακτικές εργασίες εξαμήνου μεταπτυχιακών φοιτητών. Ξέρετε, από εκείνες που αναλαμβάνουν οι φοιτητές με το δέλεαρ της καλύτερης προοπτικής για καλό βαθμό, της υπόσχεσης ότι θα αποτελέσουν ενότητες ή κεφάλαια μελλοντικών βιβλίων στα οποία θα αναφέρεται το όνομα του συντάκτη, της (αναμενόμενης) απαλλαγής από την επίπονη εξεταστική διαδικασία, κ.ο.κ. Τα ξέρω, τα έχω δει, τα έχω περάσει – όπως τα έχει περάσει και πολύς άλλος κόσμος.

Στην ουσία, οι καθηγητές απολαμβάνουν τα οφέλη δωρεάν εργασίας, από την οποία χτίζουν ολόκληρα χαρτοφυλάκια εργασιών, τις οποίες μπορούν να αξιοποιήσουν κατά το δοκούν, όποτε εκείνοι κρίνουν χρήσιμο. Δεν τους κοστίζει τίποτε η ανάθεση εργασιών, ούτε η συλλογή, σταχυολόγηση, αξιολόγηση και, εν τέλει, η κατανομή τους σε κεφάλαια και σε βιβλία. Τουναντίον, η αξιολόγηση (βαθμολόγηση) περιλαμβάνεται στην έτσι κι αλλιώς αμειβόμενη εργασία του εκάστοτε μέλους ΔΕΠ, ενώ από το τελικό αποτέλεσμα βγάζουν κέρδος, από το οποίο οι συντάκτες των εργασιών δεν λαμβάνουν κανένα μερίδιο. Το βιβλίο που ανέφερα δεν είναι το μόνο που γράφτηκε με αυτή τη μέθοδο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, τα περισσότερα ακαδημαϊκά συγγράμματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά απαλλακτικές μεταπτυχιακές (ή ακόμα και προπτυχιακές, σε ορισμένες περιπτώσεις) εργασίες εξαμήνου φοιτητών βαλμένες στη σειρά. Αυτό σίγουρα εξηγεί εν μέρει το γιατί τα περισσότερα ακαδημαϊκά συγγράμματα δεν διαβάζονται με τίποτα, αλλά το αβυσσαλέο γραμματικό και συντακτικό τους επίπεδο δεν είναι το ζήτημα που μας απασχολεί τώρα.

Το πρόβλημα είναι η νοοτροπία του «καθηγηταρά», ο οποίος παίρνει έτοιμη και δωρεάν δουλειά που έχουν κάνει για λογαριασμό του οι φοιτητές, δελεασμένοι από το τυράκι της απαλλαγής από την τελική εξέταση, του καλύτερου βαθμού και, το σημαντικότερο, της αναφοράς του ονόματός τους σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο και τη χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος, αθετώντας μια από τις βασικές υποσχέσεις του: την αναφορά του ονόματος του συντάκτη.

Πώς το κάνει αυτό; Πρώτα απ’ όλα, εμφανίζεται ως συγγραφέας του βιβλίου κι όχι ως έχων την επιμέλεια. Εμφανίζεται ως author κι όχι ως editor, που θα ήταν το ακριβές και ηθικά σωστό. Δεύτερον, αν και στο eclass και στα αρχεία του εργαστηρίου του και της σχολής υπάρχουν οι αρχικές εργασίες των φοιτητών, οι οποίες παρατέθηκαν αυτολεξεί στο βιβλίο ως κεφάλαια ή ενότητές του, στο βιβλίο τα ονόματα των φοιτητών που τις συνέταξαν απουσίαζουν ως διά μαγείας.

Έτσι, ο φοιτητής που κόπιασε για να γράψει αυτές τις δέκα, δεκαπέντε, είκοσι σελίδες που ο καθηγητής οικειοποιήθηκε και παρουσίασε ως δικές του, δεν πιστώνεται με δημοσίευση σε βιβλίο, στερούμενος έτσι τη δυνατότητα να προσθέσει στο βιογραφικό του μερικές επιστημονικές δημοσιεύσεις που θα μπορούσαν να του προσφέρουν καλύτερες πιθανότητες πρόσληψης σε κάποιο επιστημονικό φορέα. Κι επίσης, είναι και το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων στη μέση: Παρουσιάζοντας – ψευδώς – ο καθηγητής τον εαυτό του ως συγγραφέα, καρπώνεται το σύνολο της προμήθειας από τις πωλήσεις του βιβλίου κι οι φοιτητές που συνέβαλαν σε αυτό με τις εργασίες τους, τις οποίες οικειοποιήθηκε, δεν παίρνουν δεκάρα τσακιστή. Έτσι, ο καθηγητής, αυτός ο πυλώνας της ανώτατης εκπαίδευσης που τον έχουμε περιβάλει με τόσο δέος και σεβασμό, προκαλεί στους φοιτητές του ηθική, επαγγελματική και οικονομική ζημία.

Αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι, αποτελεί λογοκλοπή και μάλιστα είναι μια πρακτική παγκοσμίως διαδεδομένη, θεσμοθετημένη και συστημική. Ξεκινά από την απαίτηση πάμπολλων καθηγητών στις δημοσιεύσεις των μεταπτυχιακών τους φοιτητών και των υποψηφίων τους διδακτόρων να μπαίνει πρώτα το δικό τους όνομα κι όχι των φοιτητών που πραγματικά τις έγραψαν, ορμώμενοι από το απαράδεκτο σκεπτικό «αν δεν σου έδινα εγώ το θέμα, εσύ δεν θα έγραφες τίποτα», στο οποίο μπορεί κανείς πολύ εύκολα να αντιτείνει «αν μπορούσες να το γράψεις μόνος σου κι εγώ δε μετράω καθόλου, γιατί δεν το έγραφες εξαρχής μόνος σου, να το κάνεις και καλύτερα;» Ακριβώς αυτή η υπεροπτική νοοτροπία των μεγαλοκαθηγητών απέναντι στους φοιτητές τους βρίσκεται πίσω και από αυτή τη θεσμοθετημένη, συστημική και – δυστυχώς – ευρύτατα αποδεκτή λογοκλοπή από την οποία προκύπτουν πάμπολλα ακαδημαϊκά συγγράμματα, τα οποία μάλιστα είναι επίσης υπερτιμολογημένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον κρατικό προϋπολογισμό (στις χώρες που παρέχουν «δωρεάν» συγγράμματα στους φοιτητές τους) ή για τις πενιχρές οικονομικές δυνάμεις των φοιτητών και των οικογενειών τους. Ουσιαστικά, πρόκειται για παρασιτισμό.

Θα μου πείτε «ωραία, γιατί δεν κινούνται δικαστικά οι φοιτητές;» Προφανώς ξεχνάτε ότι, αν τολμήσει ένας φοιτητάκος να κινηθεί κατά του επιστημονικού του υπευθύνου για οποιονδήποτε λόγο, οι ελπίδες του να προσληφθεί σε οποιοδήποτε ελληνικό ΑΕΙ ή ΤΕΙ απλώς παύουν να υπάρχουν. Σας υπενθυμίζω την ευνοϊκή στάση που τηρούν τα δικαστήρια προς τους καθηγητές, όταν αυτοί βρίσκονται σε διαμάχη με φοιτητές οι οποίοι, στα μάτια του μέσου Έλληνα δικαστή, είναι εξ ορισμού τεμπέληδες, άχρηστοι, κουτοπόνηροι και μικροεκβιαστές.

Κατά τα άλλα, νοιαζόμαστε για την αποφυγή της λογοκλοπής. Έχουμε ολόκληρες βάσεις δεδομένων και εξελιγμένα λογισμικά που συγκρίνουν συγγράμματα, εργασίες κ.ο.κ. για να διαπιστωθεί αν κάποιος έκλεψε από κάποιον άλλο, έστω και εκ παραδρομής (που δεν είναι δύσκολο να σου ξεφύγει κάτι όταν γράφεις μόνος σου μια εργασία των εκατό και βάλε σελίδων). Εφηύραμε το αδίκημα της «αυτολογοκλοπής», δηλαδή το να χρησιμοποιήσεις υπάρχουσα εργασία σου ως βάση για κάποια μελλοντική. Τα πανεπιστήμια εκδίδουν οδηγίες προς τους φοιτητές τους για το πώς θα αποφύγουν την εκ παραδρομής λογοκλοπή στις εργασίες τους. Αλλά με αυτή τη μορφή λογοκλοπής, που είναι μια από τις πιο βάναυσες, καθώς στρέφεται εις βάρος του ασθενέστερου μέλους της έτσι κι αλλιώς ετεροβαρούς και άνισης σχέσης καθηγητή-φοιτητή, δεν ασχολείται κανένας, ενδεχομένως λόγω και της εχθρικής διάθεσης των περισσοτέρων «έγκριτων» ΜΜΕ προς τους φοιτητές που διεκδικούν καλύτερες συνθήκες στις σπουδές τους και καλύτερες προοπτικές μετά από αυτές.

.

Shortlink: http://wp.me/p6dBlh-4K

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.