Στο μακρινό 2011, όταν άρχιζε να δείχνει τα δόντια της η κρίση, ένας νέος επιστήμονας, ορμώμενος από κάποια μεγάλη επαρχιακή πόλη της χώρας μας, αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του επιχειρηματική προσπάθεια στο χώρο της Πληροφορικής. Έβλεπε ότι οι συμβάσεις που είχε με διάφορους εργοδότες λήγανε και μάλιστα χωρίς πιθανότητα ανανέωσης λόγω επερχόμενων κλεισιμάτων επιχειρήσεων κ.α., οπότε πήρε τη μεγάλη απόφαση. Βρήκε έναν κάπως εξειδικευμένο κλάδο στον οποίο είχε ήδη εμπειρία, προσέλαβε και δυο part-time προγραμματιστές, μέτρησε τις οικονομικές του δυνάμεις και άρχισε, πατώντας σε μια σχετικά καταξιωμένη πλατφόρμα ανοιχτού κώδικα, να εξελίσσει τη δική του πρόταση.
Έξι μήνες μετά, έχοντας φέρει με την ομάδα του τον κώδικα εκεί που τον ήθελε κι εκεί που μπορούσε να τον φέρει και, έχοντας στο μεταξύ ολοκληρώσει και όλα τα γραφειοκρατικά για τη σύσταση της εταιρείας του, άρχισε δειλά-δειλά να βγαίνει στην αγορά. Τα προβλήματα πολλά, ο κλάδος στον οποίο είχε διαλέξει να δραστηριοποιηθεί είχε αρκετές παθογένειες, δηλαδή κακομαθημένους πελάτες που θέλανε τζάμπα δουλειά και τζάμπα προϊόν που να κάνει παπάδες ή, έστω, να τους το χαρίσει κάποιος, και οι μήνες περνούσαν μέσα στην εφιαλτική αβεβαιότητα των «αγίων» μνημονίων που καθιστούσαν κάθε μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό παντελώς αδύνατο.
Εκείνο τον καιρό, σε κάποιο μουράτο μέρος της Αθήνας γινόταν μια πολυήμερη εκδήλωση για τις «νεοφυείς επιχειρήσεις» και τη νεανική επιχειρηματικότητα. Αγορεύσεις γεμάτες θετική ενέργεια από μουράτους, γεμάτους αισιοδοξία συμβούλους, επενδυτές (ή τουλάχιστον ως τέτοιοι παρουσιάζονταν) κι εκπροσώπους της Αριστείας™ με ατάκες που στην καλύτερη περίπτωση θύμιζαν Κοέλιο. Μιλάμε δηλαδή για ένα προπαγανδιστικό κλίμα υπέρ της «θετικής σκέψης» και της «Αριστείας» και της πίστης στην Ιδέα ότι όλα μπορείς να τα πετύχεις, αρκεί να δουλέψεις πολύ. Και κάπου μέσα σ’ όλα αυτά ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ – το απαύγασμα της υψηλής μορφής ζωής που λέγεται σταρταπογαμπρός.
ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν κατά συρροή επενδυτής κι εντερπαιρνέρ, υψηλόβαθμο μέλος των Διοικητικών Συμβουλίων διάφορων ελληνικών κι ευρωπαϊκών φορέων του χώρου, μπλόγκερ, τουιτεράς και ίνφλουενσερ. Είχε κι ένα βιογραφικό από τα πιο καλά που θα μπορούσε κανείς να αγοράσει. Περιποιημένο μουσάκι, σπινθηροβόλο βλέμμα, σιγουριά, αυτοπεποίθηση κι ευφράδεια που μόνο από το παιδί του Steve Jobs και του Ανδρέα Παπανδρέου θα την περίμενε κανείς. Μιλάμε, ο άνθρωπος ήταν ικανός να πείσει το Σάκη τον υδραυλικό πως θα μπορούσε να γίνει ο επόμενος Bill Gates και τον Steve Ballmer να πάει στον ΟΚΑΝΑ. Τελειώνουν οι ομιλίες κι έρχεται η ώρα του καφέ. Ο φίλος μας αναζητά επαφές με επενδυτές, εξηγεί τι κάνει, ανταλλάσσει κάρτες. Και κάποια στιγμή ανταλλάσσει κάρτες μ’ ΕΚΕΙΝΟΝ. Έρχεται το απόγευμα και, για να μη λείψει άλλη μέρα από το γραφείο του, πάει στο σταθμό και παίρνει ξανά το τρένο για να επιστρέψει στην έδρα του.
Το 2012 πέρασε δύσκολα. Το 2013 ακόμα πιο δύσκολα, με μερικές αναλαμπές – κάτι μέτρια προς μεγαλούτσικα συμβόλαια εντός κι εκτός Ελλάδας που κράτησαν την εταιρεία στην επιφάνεια. Το 2014 άρχισαν τα φέσια από μικρούς και μεγάλους πελάτες. Το 2015, η εταιρεία έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο κόκκινο. Πλήρωνε κανονικά μισθούς, ενοίκια, ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, τα πάντα όλα, αλλά την είχαν καταπιστολιάσει πελάτες και συνεργάτες. Κι εκεί που ο φίλος μας έκλεινε οργισμένος το τηλέφωνο, έχοντας ξεκαθαρίσει σε Κύπριο συνεργάτη του ότι δεν πρόκειται το προσωπικό του να ασχοληθεί ούτε δευτερόλεπτο επιπλέον στο συγκεκριμένο έργο αν δεν εξοφλούνταν τα φέσια που τους είχε φορέσει ο Κύπριος κι αν δεν έπεφτε η προβλεπόμενη από τη σύμβαση προκαταβολή για τις μη προβλεπόμενες τροποποιήσεις, έπεσε το τηλεφώνημα.
Ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ. Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια. Ήθελε να δραστηριοποιηθεί στο χώρο του φίλου μας και ήθελε να συνεργαστούν. Ήθελε να εισαγάγει στο συγκεκριμένο κλάδο ένα επιχειρηματικό μοντέλο τύπου Uber, αλλά χρειαζόταν και μια πολύ γερή βάση δεδομένων κι ένα πολύ καλό και σύγχρονο user interface που θα υποστήριζε τους συνεργαζόμενους επαγγελματίες και τους πελάτες. Η εταιρεία θα είχε την έδρα της στο Λουξεμβούργο ή στην Αγγλία, που είχαν πιο φιλικό φορολογικό καθεστώς. Μίλησαν αρκετή ώρα στο τηλέφωνο κι αντάλλαξαν email. Ο φίλος μας του εξήγησε πόσος θα ήταν ένας ρεαλιστικός προϋπολογισμός, με τον οποίο ΕΚΕΙΝΟΣ συμφώνησε αμέσως και χωρίς καν διαπραγμάτευση. Του εξήγησε όμως ο φίλος μας ότι σε ένα μήνα δεν υπήρχε περίπτωση ούτε καν να έχει σχεδιαστεί η βάση δεδομένων κι ότι για να ετοιμαστεί ακόμα κι ένα πρωτότυπο θα χρειαζόταν να δαπανηθούν έξι μήνες τουλάχιστον. ΕΚΕΙΝΟΣ συμφώνησε και του ζήτησε να συναντηθούν στα υπερμοδάτα γραφεία του στην Αθήνα. Πράγματι, συναντήθηκαν. Τα γραφεία είχαν αυτό που λέμε «open spaces», κουβούκλια για μίνι συσκέψεις και αναμονή, γενικά την τελευταία λέξη του νεοεπιχειρηματικού χιπστερισμού. Κουβέντιασαν για τη φύση του έργου, αντάλλαξαν απόψεις, κι ΕΚΕΙΝΟΣ ζήτησε από το φίλο μας να του συντάξει μια γραπτή έκθεση-πρόταση με χρονοδιαγράμματα κλπ.
Ο φίλος μας ετοίμασε την έκθεση και την έστειλε. Μάλλον χωρίς να τη διαβάσει, ΕΚΕΙΝΟΣ του απάντησε ότι του άρεσε και του έστειλε να διαβάσει εγχειρίδια Scrum και Agile, λες και το πρόβλημα ήταν η μεθοδολογία διαχείρισης έργου. Ο φίλος μας του είπε «κοίταξε να δεις, το θέμα μας δεν είναι στο αν τα διαγράμματα του χρονικού προγραμματισμού θα είναι Gantt ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, αλλά στο τι θέλεις να φτιάξουμε, στο αν ο προϋπολογισμός είναι ρεαλιστικός ή όχι και στο πώς διασφαλιζόμαστε εμείς». ΕΚΕΙΝΟΣ εξαφανίστηκε για τρεις βδομάδες.
Ξαναεμφανίστηκε λέγοντας, διανθίζοντας το λόγο του με ένα σωρό νεολογισμούς της σταρταπογαμπρικής μοδός, ότι μάλλον είναι καλύτερα να ξεκινήσει το σύστημα με μια βασική διαμόρφωση και με προϋπολογισμό μειωμένο κατά τα 2/3. Ο φίλος μας του είπε «κοίταξε, χωρίς συγκεκριμένες προδιαγραφές, χωρίς δομή πληρωμών, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς προκαταβολή, εγώ δεν ξεκινάω να κάνω τίποτα».
Και πάλι ΕΚΕΙΝΟΣ εξαφανίστηκε για κάμποσο καιρό. Επανήλθε ένα μήνα μετά, ζητώντας από το φίλο μας να του καταρτίσει πρόταση ευρωπαϊκής χρηματοδότησης (μιλάμε για προϋπολογισμό ύψους κάπου τριακοσίων χιλιάδων ευρώ) για το σύστημα που ήθελε να εξελίξει, χωρίς πια να συζητά καθόλου για συμμετοχή του φίλου μας στο όλο έργο. «Τριάμισι χιλιάρικα», του είπε ο φίλος μας, «50% προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε τρεις δόσεις, 20%, 20% και το τελευταίο 10% με την παράδοση της πρότασης». ΕΚΕΙΝΟΣ είπε «θέλω να το σκεφτώ λίγο». Ο φίλος μας, που είχε πια χάσει την υπομονή του, του είπε ξερά «σκέψου το και πες μου».
Μια βδομάδα μετά, ΕΚΕΙΝΟΣ επανήλθε με μια άλλη πρόταση: «ξέρεις, υπάρχει αυτό το εργαλείο που λέγεται Fiware και μ’ ενδιαφέρει να διεκδικήσω χρηματοδότηση από εκεί και δίνουν μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ. Τι προτιμάς; Να πάρεις τα τριάμισι ό,τι κι αν γίνει, ή να πληρωθείς δέκα χιλιάρικα σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της πρότασης; Ή μήπως προτιμάς πακέτο μετοχών της εταιρείας που θα δημιουργηθεί για το έργο;» Αυτή τη φορά ήταν ο φίλος μας που του είπε «άσε να το μελετήσω και θα επανέλθω». Έκανε τα τηλέφωνά του, έστειλε τα email κι έμαθε ότι μια πρόταση πάνω σε έργο που ήταν ακόμα στο στάδιο της αρχικής ιδέας και δεν είχε ούτε ίχνος τεχνικής ωριμότητας δεν είχε την παραμικρή ελπίδα απέναντι στις άλλες προτάσεις. Αλλά δεν επικοινώνησε ξανά με τον σταρταπογαμπρό. Τον άφησε να περιμένει.
Μια βδομάδα μετά, ο σταρταπογαμπρός επανήλθε. Ο φίλος μας του είπε «κοίτα, να συντάξω πρόταση με την προοπτική ότι θα πληρωθώ αν ευοδωθεί, και μάλιστα με δεδομένες τις πιθανότητες που υπάρχουν, απλά δε με συμφέρει. Επίσης, την πρόταση για πληρωμή με μετοχές απλά την απορρίπτω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εμμένω στην αρχική μου τιμολόγηση, καθώς και στο χρονικό προγραμματισμό που σου πρότεινα, και σου δίνω το τηλέφωνο της δικηγόρου μου, η οποία είναι ενήμερη, για να συζητήσετε τα των συμβάσεων. Σου γνωρίζω δε ότι χωρίς συμβόλαιο και προκαταβολή εγώ δεν ξεκινάω τίποτα. Είμαι επαγγελματίας, πληρώνω μισθούς, ενοίκια, τηλέφωνα, ασφάλειες, φόρους, έχω ευθύνες και, συνεπώς, δεν έχω χρόνο για εθελοντισμό, ούτε για παιχνίδια».
Από τότε περάσαν τρία χρόνια. Ο φίλος μας έκλεισε την εταιρεία κι έφυγε στο εξωτερικό. Ο σταρταπογαμπρός ακόμα παριστάνει τον επενδυτή και το γκουρού. Και, φυσικά, ο σταρταπογαμπρός ποτέ δε συζήτησε για συμβόλαιο…
Εννοείται ότι όλη αυτή την ιστορία την κατέβασα από τη στομάχα μου. Στο χώρο των νεοφυών επιχειρήσεων δε συμβαίνουν ποτέ τέτοια πράγματα. Ούτε φεσώνουν, ούτε πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ούτε κάνουν κοροϊδιλίκια, ούτε νομότυπη-νομιμοφανή φοροδιαφυγή, ούτε αεριτζιλίκια. Και φυσικά, οι γκουρού των νεοφυών ξέρουν πολύ καλά όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προτάσεις χρηματοδότησης που υποβάλλουν είναι όλες άρτιες και σύμφωνες με τις απαιτήσεις του κάθε χρηματοδοτικού εργαλείου, και ποτέ, μα ποτέ, δε ζητούν από τους συνεργάτες τους να δουλέψουν γι’ αυτούς με ανύπαρκτες πιθανότητες πληρωμής λόγω μετακύλισης του ρίσκου μη αμοιβής. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις, και δη οι ελληνικές, δεν έχουν καμία μα καμία σχέση με όσα σας αφηγήθηκα, τα οποία είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις, και δη οι ελληνικές, είναι το υπόδειγμα της υγιούς επιχειρηματικότητας και είναι ΕΓΓΥΗΣΗ, είναι οι πιο κιμπάρηδες και φερέγγυοι εργοδότες και γι’ αυτές θα δούλευε ακόμα και τζάμπα μέχρι κι ο Jeff Bezos.
.
Shortlink: https://wp.me/p6dBlh-7n