Ναι, ξέρω. «Γύρω μας γίνεται χαμός, η Ευρώπη διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται και με τη μεθοδευμένη από καιρό ανάκαμψη της προσεκτικά ξεπλυμένης ακροδεξιάς, κι εσύ κάθεσαι κι ασχολείσαι με τη Δημουλίδου και την κάθε Δημουλίδου». Και θα’χετε, εν μέρει, δίκιο. Ούτε κι εγώ υπήρξα ποτέ φίλος της «ροζ» ή «γυναικείας» λογοτεχνίας, για πάμπολλους λόγους. Όμως, το πράγμα έχει πολύ βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, τις οποίες θα ήθελα να μου επιτρέψετε να αναπτύξω.
Πρόσφατα, είχαμε ένα ακόμα από τα πάμπολλα διαδικτυακά tantrums της δημοφιλέστατης συγγραφέως Χρυσηίδας Δημουλίδου. Τι ήταν αυτό που την πείραξε; Μια σατιρική ιστοσελίδα στο Facebook διέπραξε τα… αδικήματα της παροχής spoiler (αποκάλυψη δηλαδή του πώς τελειώνει η αφήγηση), της έκφρασης σαρκαστικών και σατιρικών σχολίων για την πλοκή, καθώς και της σάτιρας για τις δημόσιες αναρτήσεις της κυρίας Δημουλίδου (μεταξύ αυτών και πάμπολλα hoaxes και θεωρίες συνωμοσίας ακροδεξιάς προέλευσης) στο προφίλ της.
Το οργίλο ξέσπασμα της κυρίας Δημουλίδου ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς από το τέκνο του Donald Duck και του Daffy Duck: «απειλούσε» ότι θα σταματήσει το γράψιμο (προσωπικά, δεν το θεωρώ απειλή), ότι θα υποβάλει μηνύσεις και αγωγές, κ.ο.κ. Βέβαια, στο διαδίκτυο έχω ξαναδεί κι αντιμετωπίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές από «εύθικτους» «επωνύμους» που έχουν την αξίωση να είναι δημόσια πρόσωπα, αλλά κανείς να μην έχει το δικαίωμα να τους ασκήσει κανενός είδους αρνητική κριτική. Τα πράγματα έφτασαν μάλιστα στο σημείο η κυρία Δημουλίδου να προχωρήσει, πιθανότατα όχι για πρώτη φορά, σε αυτό που αποκαλούμε «doxing» στο διαδίκτυο, δηλαδή στη διάπραξη του αδικήματος (ν. 2472/1997) της δημοσιοποίησης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων τρίτου προσώπου με σκοπό τον εκφοβισμό και τη φίμωσή του – θυμηθείτε ότι αυτή η ενέργεια μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί και ως προτροπή σε τέλεση αδικήματος κατά του ατόμου που υφίσταται το doxing. Αυτή της η συμπεριφορά έχει καταγγελθεί και στηλιτευτεί τόσο από τους διαχειριστές της σατιρικής σελίδας «Χρυσή Μούτζα» όσο και από τον Άρη Δημοκίδη της Lifo.
Αυτή η συμπεριφορά της κυρίας Δημουλίδου θα ήταν αρκετή για να κάνει κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο να την αποστρέφεται. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό, και δεν είναι το κύριο ζήτημα με την κυρία Δημουλίδου. Μέσω των χαρακτήρων των βιβλίων της, η κυρία Δημουλίδου περνά συγκεκριμένα μηνύματα, συγκεκριμένες αντιλήψεις, για:
- τη θέση των γυναικών σε μια σχέση και στην κοινωνία εν γένει
- τη ΛΟΑΔ (LGBT – Lesbian, Gay, Bisexual, Transexual) κοινότητα
Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι γνωρίζω καλά πως ένας συγγραφέας χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες των βιβλίων του, και τον τρόπο με τον οποίο τους παρουσιάζει, για να εμφανίσει ορισμένες απόψεις, ιδέες, νοοτροπίες και ιδεολογίες ως αποδεκτές ή μη αποδεκτές. Από εκεί ορμώμενος εξετάζω τις ιδέες που προωθεί η κυρία Δημουλίδου.
Θα παραθέσω πιο κάτω ορισμένα σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Σουίτα στον Παράδεισο» (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη) σχετικά με το πώς η κυρία Δημουλίδου βλέπει τη γυναίκα:
Δηλαδή, η κυρία Δημουλίδου μας λέει εδώ ότι η γυναίκα δεν είναι αυθύπαρκτη και δεν έχει αξία αφ’εαυτής. Είναι άνθρωπος δεύτερης διαλογής, είναι – τουλάχιστον στη «φυσική κατάσταση» του ανθρώπινου είδους, χωρίς το μακιγιάζ (που δεν είναι καν αποκλειστικά γυναικεία εφεύρεση: πρώιμες μορφές καλλυντικών και body paint, ενδεχομένως όχι απαραίτητα για ομορφιά, χρησιμοποιούσαν και οι Νεάντερταλ, αλλά ας μην είμαστε τόσο λεπτολόγοι και απαιτητικοί) και τα «πλουμιστά στολίδια» – «βρόμικη, άσχημη, δασύτριχη, αδύναμη, ανίκανη», και, όπως τεκμηριώνεται με το «[ε]υτυχώς που υπήρχε το σεξουαλικό ένστικτο και ήταν ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της στο χώρο του», υπάρχει μόνο για να τεκνοποιεί και να ικανοποιεί σεξουαλικά τον άνδρα. Πέραν της σεξουαλικής ικανοποίησης, του είναι άχρηστη – του είναι ακόμη και περιττή ή επιζήμια, γιατί «[τ]ου έπαιρνε μερίδιο από το φαγητό του, του φόρτωνε περίσσια στόματα παιδιών που πεινούσανε» – αυτό το χωρίο είναι προβληματικό και ως προς την άποψη που περνά για τα παιδιά, καθώς τα παρουσιάζει ως «περίσσια στόματα», δηλαδή σαν ένα ανεπιθύμητο φορτίο για τον άντρα, ο οποίος σαφέστατα θα ζούσε καλύτερα χωρίς αυτά. Αλλά δε σταματά εδώ:
Διαπιστώνει μεν η κυρία Δημουλίδου τον περιορισμένο ρόλο της γυναίκας στην ανθρώπινη ζωή του παρελθόντος, ένα ρόλο που οι ναζί συνόψισαν ως «Kinder, Küche, Kirche» – δηλαδή η γυναίκα είχε ως αποστολή της μόνο να γεννοβολάει, να μαγειρεύει και να πάει στην εκκλησιά. Αυτόν το ρόλο δεν τον αμφισβητεί: είδαμε προηγουμένως πώς περιγράφει τη γυναίκα της «φυσικής κατάστασης»: Για την κυρία Δημουλίδου, η γυναίκα είναι εκ φύσεως «βρόμικη, άσχημη, δασύτριχη, αδύναμη, ανίκανη» και η μοναδική δικαιολογία για την ύπαρξή της είναι η σεξουαλική ικανοποίηση του άντρα. Σ’αυτή την παράγραφο που εξετάζουμε τώρα, η γυναίκα περιγράφεται ως ανίκανη να επιβιώσει από μόνη της («[τ]α στοιχεία της φύσης και τα θεριά δεν ήταν η ειδικότητά τους και καλύτερα με φουσκωμένη την κοιλιά, δίπλα στη φωτιά, να περιμένουν για φαγητό»), κι έτσι η κυρία Δημουλίδου δικαιολογεί την καταπίεση της γυναίκας εκείνα τα χρόνια.
Αυτή η αφήγηση όμως είναι ανιστόρητη, καθώς η γυναίκα συμμετείχε ενεργά στο κυνήγι και στη συλλογή καρπών των εντελώς πρωτόγονων κοινωνιών, ενώ μετά την αγροτική επανάσταση της Νεολιθικής εποχής είχε ενεργό ρόλο στην παραγωγή τροφής μέσω των αγροτικών εργασιών, ενώ φρόντιζε για την παραγωγή των ενδυμάτων, την προετοιμασία του φαγητού, την περίθαλψη κι ανατροφή της οικογένειας, τη διαχείριση του νοικοκυριού όταν ο άντρας έλειπε στον πόλεμο, στο χωράφι, στο κυνήγι ή στα εμπορικά ταξίδια, κ.ο.κ. Αυτή όμως η συνεισφορά της γυναίκας είναι μάλλον άγνωστη για την κυρία Δημουλίδου, και είναι λογικό: το concept της γυναίκας ως «άχρηστο στόμα» ή «είδος πολυτελείας» το βρίσκαμε κυρίως στις αστικές οικογένειες, ενώ στις αγροτικές περιοχές οι άντρες ζητούσαν να παντρευτούν «γυναίκα για χωράφι», δηλαδή γυναίκα που θα δούλευε μαζί τους. Φαντάζομαι βέβαια ότι δεν άνοιξε ποτέ το μνημειώδες λεύκωμα «Ήπειρος» του μεγάλου φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα…
Αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι το πώς κορυφώνεται η περιφρόνηση με την οποία η κυρία Δημουλίδου περιβάλλει τις καταπιεσμένες γυναίκες της προφεμινιστικής εποχής: «Αν το καλοσκεφτούμε, ήταν ένα δείγμα έξυπνης στρατηγικής στο όνομα του κορόιδου που έπαιζε τη ζωή του κορόνα γράμματα»! «Κορόιδο» λοιπόν ο άντρας, άρα καλά έκανε και είχε τη γυναίκα ουσιαστικά φυλακισμένη, καλώς καμωμένη και η βία εναντίον της, καλώς καμωμένα και τα εγκλήματα τιμής, καλώς καμωμένη και η δαιμονοποίηση της γυναικείας φύσης!
Κι εδώ έχουμε την ερμηνεία της για το πώς αναδείχτηκε ο άντρας ως το ισχυρό φύλο… Όχι, δεν έφταιξε στην κυρία Δημουλίδου το ότι ο άντρας, με τη βία και την ιδεολογική κυριαρχία της πατριαρχίας, εδραίωσε την πρωτοκαθεδρία του. Δεν έφταιξε το ότι ο άντρας επιχειρηματολόγησε με πονήματα γεμάτα μισογυνικό δηλητήριο όπως η βιβλική αφήγηση περί «προπατορικού αμαρτήματος» ή τα Ησιόδεια «Έργα και Ημέραι» («Ο ψυχοπομπός Ερμής, ο Αργειοφόντης, έβαλε την ψευτιά στο στήθος της γυναίκας και τα γλυκόλογα και την κατεργαριά«, «Και μη σου πάρει τα μυαλά καμμιά γυναίκα, που κουνάει τα πισινά της. Η κολακεία της η γλυκειά σ’άλλο από το βίος σου δεν αποβλέπει. Γιατί όποιος γυναίκα εμπιστευθεί σε κλέφτη εμπιστεύεται» και «Πρώτα – πρώτα σπίτι ν’αποχτήσεις, γυναίκα και δυό καματερά. Γυναίκα ν’αγοράσεις κι όχι να την παντρευτείς, έτσι που να μπορεί ν’ακολουθήσει τα βόδια») και «Θεογονία» («Φριχτή είναι των γυναικών η ρίζα κι η φάρα τους μεγάλη συμφορά για τους ανθρώπους») υπέρ της «φύσει» κατωτερότητας της γυναίκας, συκοφάντησε τη γυναίκα ως «φύσει» κακή. Δεν έφταιξε το ότι ο άντρας φόρτωσε τη γυναίκα με ενοχές και ντροπή για την ίδια της την ύπαρξη. Δεν έφταιξε το ότι ο άντρας, με τη θρησκεία και τις βασισμένες στις ανοησίες του Πλάτωνα και του Αποστόλου Παύλου πατριαρχικές ιδεολογίες, έκανε πλύση εγκεφάλου στη γυναίκα και την έπεισε πως αυτή είναι η θέση της κι ότι δεν πρέπει να ζητά κάτι καλύτερο, όχι· έφταιξε η «χρόνια παθητική στάση» της γυναίκας και ο φόβος της μην της πάρει άλλη γυναίκα το φαΐ που της εξασφάλιζε ο Άντρας.
Ας δούμε λίγο και την άποψη της κυρίας Δημουλίδου για το φεμινισμό. Μετά το κίνημα των suffragettes, «δεν έμενε παρά να κάψουν τα σουτιέν τους. Και αργότερα το έκαναν κι αυτό. Μια οργισμένη μερίδα γυναικών κατέθεσε τη θηλυκότητά της στο βωμό της οργής. Εκεί κάπου εμείς κορίτσια, κάναμε το πρώτο λάθος. Χωρίς να το καταλάβουμε, πετάξαμε στην πυρά ένα σύμβολο, το πιο δυνατό μας όπλο: τη θηλυκότητά μας. Ποτέ άλλοτε στα χρονικά γυναίκα δεν εκφράστηκε με τόσο μένος κατά του εαυτού της.» Κατ’αρχάς, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: το σουτιέν δεν είναι σύμβολο θηλυκότητας, δεν ενσαρκώνει τη θηλυκότητα της γυναίκας, δεν παύει να υπάρχει η θηλυκότητα χωρίς αυτό· είναι απλά ένα εσώρουχο, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Σε παλιότερες εποχές δηλαδή που δεν υπήρχαν τα σουτιέν, οι γυναίκες δεν είχαν θηλυκότητα; Επίσης, γιατί έφτασε το σουτιέν να αποτελεί σύμβολο καταπίεσης της γυναίκας; Μήπως επειδή γενικά το γυναικείο ντύσιμο ταυτίστηκε με τη θέση στην οποία οι πατριαρχικές κοινωνίες έριχναν τη γυναίκα; Μάλλον δεν πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό της συγγραφέως.
Κι αρχίζει αμέσως μετά ένα κατηγορητήριο κατά των σύγχρονων, χειραφετημένων γυναικών: Κατ’αρχάς, τις κατηγορεί ότι εκφράστηκαν με μένος κατά του εαυτού τους. Λάθος. Οι γυναίκες εκφράστηκαν με μένος κατά της πατριαρχικής κοινωνίας, η οποία τις στιγματίζει αν έχουν ενεργή σεξουαλική ζωή, αν το ντύσιμό τους παρεκκλίνει από το κοινωνικά επιβληθέν «πρότυπο», αν το σώμα τους είναι διαφορετικό από τα πρότυπα της μόδας και της κοινωνίας, αν έχουν σεξουαλικές φαντασιώσεις, αν πέσουν θύματα βιασμού, αν μείνουν έγκυες εκτός γάμου, αν χρειαστεί να κάνουν έκτρωση, αν οδηγούν – πόσες φορές έχετε ακούσει ή πει το «τράβα να πλύνεις μωρή κάνα πιάτο» ή το «γυναίκα στο τιμόνι, ο Χάρος σε ζυγώνει»; Εκφράστηκαν με μένος κατά της κοινωνίας που προτιμά άντρες σε διοικητικές θέσεις επιχειρήσεων σε οργανισμούς και επιχειρήσεις. Κατά της κοινωνίας που προσφέρει υψηλότερες αμοιβές σε άντρες απ’ό,τι σε γυναίκες για την ίδια δουλειά και με τα ίδια προσόντα. Κατά της κοινωνίας που ποινικοποιεί τη μητρότητα, κόβοντας (στο όνομα των «ισοσκελισμένων ισολογισμών», της «δημοσιονομικής προσαρμογής» και του πρωτόγονου κι επικίνδυνου γερμανικού μίγματος μερκαντιλισμού και νεοφιλελευθερισμού) τις άδειες μητρότητας και λοχείας, δυσχεραίνοντας την πρόσληψη πρόσφατα παντρεμένης ή αρραβωνιασμένης γυναίκας γιατί «θα μείνει έγκυος», και απελευθερώνοντας τις απολύσεις λόγω εγκυμοσύνης. Κατά τα άλλα, «εκφράστηκαν με μένος κατά του εαυτού τους». Μάλλον η κυρία Δημουλίδου χρειάζεται ένα reality check.
Και συνεχίζει το κατηγορητήριό της η κυρία Δημουλίδου: Οι γυναίκες τρομάξανε τους καημένους τους άντρες κι έτσι μείνανε μόνες: «Κι εδώ που τα λέμε είχε δίκιο. Όχι μόνο ροκανίσαμε το θρόνο του, όχι μόνο τον γκρεμίσαμε, αλλά είχαμε αρχίσει να ροκανίζουμε και τον ίδιο. Και δε σκεφτήκαμε: Μα αν τον ροκανίσουμε, δεν θα έχουμε άντρα δίπλα μας«. Δηλαδή, σύμφωνα με την κυρία Δημουλίδου, λόγος ύπαρξης της γυναίκας είναι να έχει «άντρα δίπλα της». Από μόνη της η γυναίκα, σύμφωνα με την κυρία Δημουλίδου, δε μπορεί να υπάρξει, δεν έχει αξία η ίδια, δεν έχει αξία η προσωπικότητά της, δεν έχει νόημα η ύπαρξη και η ζωή της. Αυτή η θεώρηση της κυρίας Δημουλίδου για το λόγο ύπαρξης της γυναίκας, θεώρηση την οποία περνά ως «γραμμή» στις αναγνώστριές της, στάζει ετεροκανονικότητα (heteronormativity): Η κυρία Δημουλίδου βλέπει μια απόλυτη κατηγοριοποίηση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, με «φυσιολογικές» μόνο τις σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκας, με τα δυο φύλα να έχουν αυστηρά καθορισμένους ρόλους. Στην ετεροκανονική κοινωνία, και στο μυαλό της κυρίας Δημουλίδου, οι άντρες και οι γυναίκες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο βιολογικά, κοινωνικά και αναπαραγωγικά. Κάθε τι άλλο, όπως θα δούμε παρακάτω, πετιέται στο πυρ το εξώτερον.
Αλλά προς το παρόν θα επιστρέψω στο πώς βλέπει η κυρία Δημουλίδου τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Έγραψα πριν ότι μας λέει πως η γυναίκα χωρίς άντρα δίπλα της δε μπορεί να υφίσταται. Αν συνδυαστούν τώρα αυτά της τα λόγια με όλα τα υπόλοιπα που παρέθεσα, το μήνυμα που περνά η κυρία Δημουλίδου στις γυναίκες (που αποτελούν και το target group της) είναι: Κορίτσια, δεν αξίζετε να υπάρχετε χωρίς άντρα δίπλα σας. Γι’αυτό, μη θέλετε να αντιμετωπίζεστε ισότιμα από την κοινωνία, από το κράτος, από τους εργοδότες και τους συνεργάτες σας. Να δουλεύετε, να ψηφίζετε, άντε να εκλεγείτε βουλευτίνες, αλλά μέχρι εκεί. Μη ζητήσετε να έχετε τα ίδια δικαιώματα με έναν άντρα, γιατί θα τον τρομάξετε και θα σας φύγει και πού θα βρείτε άλλον;
Αλλά τον θέλει δίπλα στη γυναίκα τον άντρα η κυρία Δημουλίδου; Ας δούμε λίγο έναν – κατά την ίδια και τις θαυμάστριές της – «αληθινό άντρα και ερωτεύσιμο ήρωα», τον Δάμο από το «Μάτι του Βοριά» (εκδόσεις Ψυχογιός). Το βιογραφικό του είναι αξιοθαύμαστο. Αυτός ο «αληθινός άντρας» ξεκίνησε τη σεξουαλική του ζωή στα δεκαπέντε του, όταν θαμπώθηκε από τον ανδρισμό του η μητριά του και βάλθηκε να γευτεί τους χυμούς της νιότης του – αν υπήρχε συναίνεση δεν παίρνω κι όρκο, γιατί η αφήγηση είναι λίγο ασαφής. Λίγα χρόνια μετά, τον καιρό που οι… ξενέρωτοι και «μη ερωτεύσιμοι» βγάζαν τα μάτια τους να σπουδάσουν, ξεκίνησε σα σουβλατζής και τύλιγε πιτόγυρα μέχρι που τον ανακάλυψε ένας γκέι ζωγράφος και τον έκανε μοντέλο. Αργότερα, επειδή ήταν «προικισμένο» αγόρι, έγινε ζιγκολό και εραστής πλουσίων κυριών (επειδή είναι «αληθινός άντρας» δεν πήγαινε με άντρες). Ακολούθως, έγινε σπιτωμένος γκόμενος και μετά μπάρμαν στη Μύκονο, περνώντας ταυτόχρονα τον καιρό του ως greek kamaki-παρασιτικός γκόμενος που παρίστανε και το μοντέλο καμιά φορά για να κάνει καμιά αρπαχτή. Κατόπιν, αγόρασε το μπάρ όπου δούλευε και έγινε επιχειρηματίας, το έχασε, ξαναέγινε μπάρμαν και ξαναέφτιαξε μαγαζί. Είναι λοιπόν ο κύριος Δάμος, ένας απόλυτα επιτυχημένος άντρας, αληθινός άντρας κι όχι… φλούφλης ή σπασίκλας. Το τέλειο πρότυπο ανδρός για να μεγαλώσει σύμφωνα με αυτό μια γυναίκα το γιο της.
Αυτός λοιπόν ο κύριος Δάμος είναι ο «αληθινός άντρας» που προτάσσει η κυρία Δημουλίδου για να τον έχει «δίπλα της» μια γυναίκα. «Δίπλα της»; Για να δούμε…
Θα ξεκινήσω από την παραδοχή ότι ο «αληθινός άντρας» είναι αυτός που μια γυναίκα θέλει δίπλα της, για σύντροφό της· κι ότι έναν τέτοιο άντρα θέλει και για την κόρη της. Τι λέει λοιπόν για τις γυναίκες αυτός ο «αληθινός άντρας»; «Μεγάλες πουτάνες από τη φύση τους οι γυναίκες. Ζουν στην κυριολεξια για να σ’ τα παίρνουν και να πηδιούνται». Αυτή είναι η άποψη του Δάμου, του «αληθινού άντρα» κατά Δημουλίδου, για τις γυναίκες. Αυτός είναι ο «αληθινός άντρας» που οι θαυμάστριες της κυρίας Δημουλίδου θέλουν και για τις ίδιες και για τις κόρες τους. Ένας άντρας που θα τις θεωρεί, αυτές και τις κόρες τους, πουτάνες – και μάλιστα «από τη φύση τους». Κατ’επέκταση, θα θεωρεί και την κόρη του πουτάνα – από τη φύση της. Ένας άντρας που θα θεωρεί ότι η γυναίκα του είναι από τη φύση της μια μεγάλη πουτάνα που «ζει για να του τα παίρνει και να πηδιέται», και συνεπώς δεν της αξίζει εμπιστοσύνη κι αγάπη. Ένας άντρας που θα θεωρεί ότι και η κόρη του είναι από τη φύση της μια μεγάλη πουτάνα που «ζει για να τα παίρνει» (από τον άντρα ή τον πατέρα της) «και να πηδιέται».
Αυτός είναι, λοιπόν, ο «αληθινός άντρας» που οι θαυμάστριες της κυρίας Δημουλίδου θέλουν για τις ίδιες και για τις κόρες τους: Ένας άντρας που θα τις έχει για να τις πηδάει και να του τ’ακουμπάνε. Δηλαδή ένας μισογύνης ζιγκολό που θα ζει παρασιτικά σε βάρος της γυναίκας του. Αυτός είναι ο «αληθινός άντρας» που προτείνει η κυρία Δημουλίδου. Κι αυτός ο «αληθινός άντρας», σύμφωνα με την κυρία Δημουλίδου, θα είναι… «δίπλα» στη γυναίκα του. Πάμε στοίχημα ότι αυτός ο κατά Δημουλίδου «αληθινός άντρας», οδηγούμενος από το μίσος και την περιφρόνησή του για τις γυναίκες, τις κακοποιεί ψυχικά και σωματικά;
Βεβαίως, ο Δάμος στο τέλος βρίσκει την «αληθινή αγάπη» (ναι, δίνω spoiler). Είναι μια νεαρή (πολύ νεότερή του), γοητευτική κοπέλα, αδελφή του εργοδότη του, η οποία τα έχει με κάποιον που την κακοποιεί. Κι έρχεται στη ζωή της ο Δάμος, ο «αληθινός άντρας», αυτός που τις γυναίκες τις είχε «για να τις πηδάει και να του τ’ακουμπάνε», και, σα λευκός ιππότης, τη σώζει, την παντρεύεται και γίνεται υπόδειγμα συζύγου. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στο τελευταίο κεφάλαιο.
Είχε προηγηθεί στο μεταξύ και μια ριζική μεταστροφή του ήρωα, σαν αυτές τις ξαφνικές που βλέπουμε σε δευτερεύοντες χαρακτήρες των feuilleton μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα (π.χ. στα «Μυστήρια των Παρισίων» του Ευγενίου Σύη): Συνεπεία ενός ατυχήματος που τον αφήνει ελαφρά χωλό και του αφαιρεί μέρος της ακαταμάχητης γοητείας του, ο Δάμος αλλάζει και μαλακώνει. Το ατύχημα δε αυτό ήταν στημένο από τον πολιτικό πατέρα μιας ισχυρής και πλούσιας γυναίκας με την οποία σχετιζόταν – και ο πατέρας της, προφανώς γνωρίζοντας τι εστί Δάμος, δεν τον ήθελε καθόλου για γαμπρό του. Και τότε άρχισε ο Δάμος να σκέφτεται ότι χρειάζεται την αληθινή αγάπη.
Η αφήγηση της κυρίας Δημουλίδου είναι, στην καλύτερη περίπτωση, προβληματική. Κατ’αρχάς, δε μας δίνει να καταλάβουμε γιατί το ατύχημα έκανε τον Δάμο να αλλάξει και να γίνει ο υποδειγματικός άνθρωπος του «happy end» της ιστορίας μας. Δεύτερον, τέτοια ριζική μεταστροφή δεν είναι καθόλου ρεαλιστική: ο ήρωας είναι ένας εδώ και αρκετά χρόνια διαμορφωμένος άνθρωπος, με παγιωμένες απόψεις, με μια βαθιά ριζωμένη μισογυνική, φαλλοκρατική κοσμαντίληψη. Αρκεί ένα ατύχημα από το οποίο τη γλίτωσε φτηνά για να αλλάξει τόσο βαθιά ο χαρακτήρας του;
Η άβολη πραγματικότητα όμως μας λέει ότι ακόμη κι ένα συγκλονιστικό γεγονός που φέρνει τον άνθρωπο πολύ κοντά στο θάνατο δεν είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει μια ριζική και μόνιμη μεταστροφή στη ζωή και στη συμπεριφορά του, πολύ απλά γιατί ο βασικός κορμός του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσης του ατόμου έχει ήδη διαμορφωθεί. Επίσης, από τη στιγμή που έχει περάσει πια ένα εύλογο χρονικό διάστημα από το συμβάν, πολλά αρνητικά προϋπάρχοντα στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου επανέρχονται. Η αφήγηση, βεβαίως, δεν υποστηρίζεται καθόλου από το γεγονός ότι το ατύχημα δεν έχει το χαρακτήρα τιμωρίας του Δάμου για τη συμπεριφορά του. Με δεδομένο το context της αφήγησης, δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Δάμος θα έλεγε «μου άξιζε, έτσι που φερόμουν, πρέπει ν’αλλάξω». Πώς θα μπορούσε άλλωστε να εκληφθεί αυτό το στημένο ατύχημα σαν «προειδοποίηση» της μοίρας ή οποιουδήποτε άλλου αφηγηματικού «θεού» προς τον ήρωα; Πιο πειστικό θα ήταν ο Δάμος να έβγαζε μια τάση για εκδίκηση και να προσπαθούσε να βλάψει τον ηθικό αυτουργό του ατυχήματός του, είτε άμεσα είτε έμμεσα, π.χ. βλάπτοντας την κόρη του.
Δε μπορεί όμως ένας άνθρωπος ν’αλλάξει τελείως χαρακτήρα, νοοτροπία και συμπεριφορά; Δε λέω ότι αυτό είναι εντελώς ανέφικτο. Αλλά μια πραγματικά βαθιά, ριζική και μόνιμη αλλαγή νοοτροπίας σε έναν άνθρωπο κατά κανόνα αποτελεί καρπό μιας σταδιακής διεργασίας που τιθασεύει τα άγρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Ε, αυτή τη διεργασία δεν τη βλέπουμε στο μυθιστόρημα αυτό, όπως δε βλέπουμε και για ποιο λόγο θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε διεργασία αλλαγής του χαρακτήρα του Δάμου. Υπάρχει λοιπόν ένα χαίνον αφηγηματικό κενό, το οποίο απαιτεί από τον αναγνώστη ένα τεράστιο λογικό άλμα προκειμένου να πιστέψει αυτό που διαβάζει. Αντί λοιπόν η κυρία Δημουλίδου να υποστηρίξει αφηγηματικά τη μεταστροφή του Δάμου μας δίνει στην πεντακοσιοστή από τις 543 σελίδες του βιβλίου αυτό:
Μέχρι αυτό το χωρίο δεν υπήρξε η παραμικρή υπόνοια ότι κάτι άλλαζε στην ψυχοσύνθεση, στις αντιλήψεις, στον τρόπο σκέψης και στη συμπεριφορά του Δάμου. Αντίθετα, εντελώς από το πουθενά, το χτυπημένο πόδι πείθει το Δάμο ν’αλλάξει εντελώς ριζικά. Να είναι άραγε η συνειδητοποίηση ότι δε μπορεί πια να το παίζει γόης κι ότι θα πάψει να περνά η μπογιά του;
Και λίγες σελίδες μετά, έρχεται η αληθινή αγάπη, η οποία όμως δεν είναι ένας αυθύπαρκτος χαρακτήρας. Δε μαθαίνουμε παρά ελάχιστα γι’αυτή. Δε φαίνεται πουθενά να έχει αυτό που η Κοινωνιολογία και η Φιλοσοφία ονομάζουν agency, δηλαδή αυτονομία και αυτενέργεια. Αντίθετα, μοιάζει σχεδόν σα να έχει προστεθεί εκ των υστέρων, σα διακοσμητικό στοιχείο. Κι εδώ είναι ένα ακόμα αρνητικό στοιχείο των βιβλίων της κυρίας Δημουλίδου: οι γυναίκες σ’αυτά υπάρχουν μόνο σαν εξαρτήματα των «αληθινών αντρών» των μυθιστορημάτων της ή σαν οχήματα για την έκφραση και δικαιολόγηση μισογυνικών θέσεων και ο λόγος ύπαρξής τους είναι μόνο να παραδοθούν, να δοθούν και να υποταχθούν στους «αληθινούς άντρες».
Αλλά ο Δάμος, που τις γυναίκες τις είχε μόνο για να «τις πηδάει και να του τ’ακουμπάνε», είχε παιδικά τραύματα. Πιο συγκεκριμένα, δεν ένιωσε ποτέ την πατρική στοργή, γιατί ο μπαμπάκας του φοβόταν πως, αν χάιδευε έστω και μια φορά το γιο του, αν του έδειχνε την παραμικρή τρυφερότητα, αυτός θα γινόταν ντιγκιντάγκας και, συνεπώς, όνειδος γι’αυτόν. Πόσο πιστευτό μπορεί άραγε να γίνει αυτό;
Ξέρω, αναρωτιέστε αν σας κάνω πλάκα. Δυστυχώς όχι. Διαβάστε:
Κάπου εδώ είναι που πρέπει κανείς ν’αναρωτηθεί αν η κυρία Δημουλίδου γνωρίζει το παραμικρό για τη σχέση μεταξύ ενός πατέρα και του μοναχογιού του, αν έχει υπόψη της την ανάγκη που νιώθει ο πατέρας να δώσει τρυφερότητα στο γιο του, ο οποίος στα μάτια του είναι ο συνεχιστής του ίδιου του του εαυτού. Το όνομα δε του χαρακτήρα (Δάμος, από το «Αδάμος») με κάνει να αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνει καθόλου πώς λειτουργούν τα παιδιά. Τα παιδιά, στην προσπάθειά τους να ενσωματωθούν και να ανήκουν κάπου, απλοποιούν τα ονόματά τους προς το πιο συνηθισμένο, το πιο κοινό. Πολύ πιθανότερο θα ήταν ο Αδάμος να έκανε το όνομά του «Μάκης», που είναι απόλυτα συνηθισμένο και «ακίνδυνο» όνομα, γιατί δε θα τον έκανε τόσο εύκολο στόχο για πειράγματα και – ναι – bullying από άλλα παιδιά. Αλλά ο ήρωας της κυρίας Δημουλίδου, ως κλασική περίπτωση Marty Stu, πρέπει να έχει ένα εξωτικό, πιασάρικο όνομα, οπότε «Δάμος».
Επίσης, τι ακριβώς αντίληψη περί ανδρισμού είναι αυτή που επιδεικνύεται στο «Μάτι του Βοριά«; Η σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ μητριάς και αγοριού δε μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί απόδειξη ότι το παιδί είναι «πολύ άντρας». Αντίθετα, συνιστά σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου. Ακόμη, ποιος πατέρας, βλέποντας τη δεύτερη γυναίκα του στο κρεβάτι με το γιο που είχε από την πρώτη, θα έλεγε «κοίτα πόσο άντρακλας είναι ο γιος μου», αντί να σοκαριστεί από το γεγονός της μοιχείας που διαπράττει η σύζυγος σε βάρος του και μάλιστα εκμεταλλευόμενη σεξουαλικά τον ανήλικο γιο του; Η σχέση μεταξύ του Δάμου και του πατέρα του μοιάζει εντελώς μη ρεαλιστική. Ακόμη και η γνωριμία του νεαρού με τη μέλλουσα μητριά του δείχνει ότι ο πατέρας του δεν τον υπολόγιζε καθόλου, γι’αυτό και δεν υπήρξε καμία προετοιμασία, καμία προεργασία, ούτε βέβαια υπήρξε κάποια έγνοια ή πρόνοια εκ μέρους του πατέρα για τον αντίκτυπο που θα είχε η είσοδος της γυναίκας αυτής στην οικογενειακή ζωή τους. «Έχω λόγο εγώ; Αντικείμενο είμαι στο σπίτι.»
Εδώ έχουμε άλλο ένα σημείο στο οποίο απουσιάζει ο ρεαλισμός – εσκεμμένα όμως, για να δημιουργηθεί η εικόνα του συγκεκριμένου ήρωα, ο οποίος κρύβει παιδικές πληγές κάτω από την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζει τις γυναίκες, αλλά ποθεί κι αποζητά ν’αγαπήσει και ν’αγαπηθεί. Όμως, όπως ανέφερα και πιο πριν, πουθενά στο βιβλίο – τουλάχιστον μέχρι τη σελίδα 500 – δε βλέπουμε εξέλιξη του χαρακτήρα ή ωρίμανσή του. Αντίθετα, αυτό το προχειροφτιαγμένο backstory αποτελεί δικαιολογία για σκηνές σαν την παρακάτω:
Και βέβαια, δεν είναι η μόνη σκηνή αυτού του είδους. Το βιβλίο είναι γεμάτο από σεξουαλικές σκηνές, οι οποίες περιγράφονται με τεχνοτροπία που εμένα προσωπικά μου θυμίζει τα πορνοπεριοδικά που εγώ και οι συνομήλικοί μου κάναμε χάζι στην εφηβεία μας: «Open», «Privé», «Tutti» κ.ο.κ. Όμως, εκείνες οι τσόντες ήταν πολύ πιο ειλικρινείς: Σε μια τυπική τσόντα, οι πρωταγωνιστές της σεξουαλικής σκηνής είναι ένα ζευγάρι που είτε είναι κάμποσο καιρό μαζί είτε έχουν γνωριστεί στο μπαρ, στο μετρό, στις διακοπές – ή μπορεί να είναι περισσότερα άτομα. Και, βέβαια, ο σκοπός των πρωταγωνιστών είναι ένας: Να περάσουν καλά, μέσα στο context της σεξουαλικής έκφρασης που περιγράφεται στην ιστορία.
Στο «Μάτι του Βοριά» όμως, αντί να έχουμε τη Σούζυ που γνώρισε το Μπάμπη, τον γούσταρε, τη γούσταρε και προχώρησαν «στα περαιτέρω», έχουμε χαρακτήρες που αποτελούν κλασικές περιπτώσεις Mary Sue/Marty Stu: σχεδιασμένους έτσι ώστε τα ελαττώματά τους είτε να μην είναι ρεαλιστικά, είτε να μην έχουν σχέση με την πλοκή, είτε να είναι καρικατούρες. Και μάλιστα, τα ελαττώματά τους περιγράφονται έτσι ώστε τελικά οι χαρακτήρες αυτοί να γίνονται αγαπητοί στον αναγνώστη. Επίσης, το παρελθόν τους είναι δραματικό, ασυνήθιστο και, συνήθως, μη ρεαλιστικό. Και βέβαια, ο χαρακτήρας είναι ακαταμάχητος. Σε ό,τι αφορά δε τυχόν αντιπάλους του χαρακτήρα, αυτοί παρουσιάζονται με τέτοια υπερβολή ώστε να γίνονται καρικατούρες του Απόλυτου Κακού και ενίοτε έχουν κακό τέλος. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι οι περισσότεροι χαρακτήρες της κυρίας Δημουλίδου εμπίπτουν σ’αυτή την κατηγορία και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, οι περιγραφές και οι αφηγήσεις είναι τόσο τραβηγμένες και υπερβολικές, ώστε τελικά η απόπειρα πρόκλησης ακραίων συναισθημάτων στον αναγνώστη να αποτυγχάνει παταγωδώς, γιατί δεν επιτυγχάνεται η πολυπόθητη άρση της δυσπιστίας. Οι δε ιστορίες κινούνται κι αυτές σε συγκεκριμένες, αυστηρά καθορισμένες κατευθύνσεις. Άλλοτε έχουμε τον πληγωμένο «αληθινό άντρα» που μισεί τις γυναίκες με πάθος, αλλά τελικά βρίσκει την αληθινή αγάπη και της αφοσιώνεται, κι άλλοτε έχουμε κακέκτυπα της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Έτσι, η συγγραφέας προσφέρει στην αναγνώστρια το άλλοθι του παθιασμένου, ερωτευμένου, αλλά τόσο βασανισμένου ζευγαριού ή του πληγωμένου χαρακτήρα, για να την απαλλάξει από τις ενοχές της που διαβάζει κάτι «πρόστυχο».
Ας είμαστε ειλικρινείς: Οι σεξουαλικές σκηνές στα βιβλία της κυρίας Δημουλίδου δεν εξυπηρετούν κανέναν απολύτως αφηγηματικό σκοπό. Αν τις αφαιρούσατε, η πλοκή θα έμενε άθικτη ή σχεδόν άθικτη. Όσον αφορά δε την πλοκή και την αφήγηση, αυτές πάσχουν τραγικά, καθώς. Οπότε, για ποιον ακριβώς λόγο τις συμπεριλαμβάνει στην αφήγησή της; Απλά, γιατί το σεξ πουλάει, και η κυρία Δημουλίδου το γνωρίζει. Ξέρει επίσης πολύ καλά σε τι κοινό απευθύνεται: Σε γυναίκες που μεγάλωσαν με τέτοια ντροπή για τη σεξουαλικότητά τους, τις φαντασιώσεις και τους πόθους τους, ώστε νιώθουν την ανάγκη να υπάρχει ένα αφηγηματικό άλλοθι για τις σεξουαλικές σκηνές που θα καταναλώσουν. Καταλαβαίνω την ανάγκη και τις ανασφάλειες των αναγνωστριών της κυρίας Δημουλίδου, αλλά πολύ πιο ειλικρινείς είναι οι ερασιτέχνες που γράφουν ερωτικές και σεξουαλικές ιστορίες και τις ανεβάζουν στο ίντερνετ. Και, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, συχνά είναι πιο ταλαντούχοι: η λεκτική, εκφραστική και αφηγηματική πενία της κυρίας Δημουλίδου είναι εμφανής σε κάθε σελίδα κάθε βιβλίου της, με διαρκώς επαναλαμβανόμενες εκφράσεις – και μάλιστα με ελάχιστες αράδες να μεσολαβούν μεταξύ των επαναλήψεων: «[…] μου είπε ξεψυχισμένα».
Προσέξτε όμως το εξής: Η κυρία Δημουλίδου στοχοποιεί μια κατηγορία γυναικών, τις διαζευγμένες. Γράφοντας για «το τσιμπούκι της ζωντοχήρας» που προφανώς έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα, αφού αποτελεί – τρόπον τινά – μέτρο σύγκρισης για τον ήρωα, παρουσιάζει τις χωρισμένες γυναίκες ως ειδικευμένες σ’αυτό, αλλά και πιθανότατα σε κάθε άλλη σεξουαλική πράξη. Γιατί όμως; Δε χρειάζεται να προχωρήσει κανείς σε βαθυστόχαστες αναλύσεις για να καταλάβει ότι η κυρία Δημουλίδου αναπαράγει τα λαϊκά στερεότυπα που θέλουν τη χωρισμένη γυναίκα στερημένη, λυσσασμένη και αχόρταγη στο σεξ, και, κατ’επέκταση, επικίνδυνη για τη γυναίκα που θέλει να κρατήσει έναν άντρα κοντά της. Αυτό το στερεότυπο είναι βέβαια βαθύτατα σεξιστικό, αλλά αυτο δεν εμποδίζει την κυρία Δημουλίδου από το να το αναπαράγει, να το υιοθετήσει και να το διαιωνίσει, σερβίροντάς το στις αναγνώστριές της, τις οποίες εκπαιδεύει να αντιμετωπίζουν τις χωρισμένες γυναίκες ως αντιζήλους, αποκλείοντάς τες από τη σύναψη ειλικρινούς κι εγκάρδιας φιλίας μαζί τους, δηλαδή τις εκπαιδεύει να κάνουν ακριβώς αυτό για το οποίο καταγγέλλει το γυναικείο φύλο στη «Σουίτα στον Παράδεισο»! Αυτό που προωθεί τελικά η κυρία Δημουλίδου – εκούσια ή ακούσια – είναι η εσωτερίκευση του μισογυνισμού στις αναγνώστριές της.
Δύσκολα θα περνιόταν για προοδευτική μια συγγραφέας που λέει στις αναγνώστριές της ότι ο λόγος ύπαρξής τους είναι να έχουν ένα αρσενικό δίπλα τους (αν και μάλλον από πάνω τους εννοεί) κι ότι δεν πρέπει να αμφισβητούν τους πατροπαράδοτους έμφυλους ρόλους των πατριαρχικών κοινωνιών. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να την «κατηγορήσει» ότι έχει επηρεαστεί από τη Laurie Penny, τη Mona Eltahawy ή την Anita Sarkeesian. Τα γραπτά της είναι ξεκάθαρα αντιφεμινιστικά και υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο. Ένα ακόμα παράδειγμα είναι αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο της «Τα Δάκρυα του Θεού» (εκδόσεις Ψυχογιός):
«Για να αγαπήσει μια γυναίκα έναν άντρα, πρέπει πρώτα να τον βάλει σ’ένα θρόνο και να τον προσκυνήσει, γιατί έτσι ορίζει η φύση της, γιατί έτσι αισθάνεται γυναίκα.» Δηλαδή, σύμφωνα με την κυρία Δημουλίδου, η φύση ορίζει ότι η γυναίκα πρέπει να προσκυνήσει τον άντρα, γιατί «έτσι αισθάνεται γυναίκα». Συμπεραίνουμε λοιπόν από τα γραφόμενα της κυρίας Δημουλίδου ότι μια γυναίκα που δε νιώθει την ανάγκη να προσκυνήσει έναν άντρα δεν αισθάνεται γυναίκα, δεν είναι γυναίκα, αλλά κάτι παρεκκλίνον. Και συνεχίζει: «Ο άντρας πρέπει να είναι άρχοντας, για να υποτάξει μια γυναίκα». Για την κυρία Δημουλίδου, η υγιής σχέση αρσενικού-θηλυκού είναι σχέση υποταγής, όπου η γυναίκα υποβιβάζεται τελείως: Πρέπει να υπάρχει μόνον ως εξάρτημα, παρακολούθημα του άντρα κι όχι ως αυθύπαρκτος, αυτόνομος άνθρωπος. Έτσι όμως, η κυρία Δημουλίδου τελικά υποβιβάζει και τον άντρα, γιατί, προκειμένου να δείξει ότι είναι κάποιος, έχει ανάγκη από ένα άβουλο, υποταγμένο, παραδομένο πλάσμα να τον υπηρετεί.
Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί η κυρία Δημουλίδου ή κάποιος από τους αυτόκλητους υποστηρικτές της ότι δεν υιοθετεί αυτή την κοσμοθεωρία, απλώς την αφηγείται και την περιγράφει. Αυτό θα μπορούσα να το δεχτώ, αν:
- αυτή η άποψη παρουσιαζόταν με μικρή σχετικά συχνότητα,
- οι χαρακτήρες που την ενστερνίζονται, την κηρύττουν, την υιοθετούν και την εκφράζουν δεν παρουσιάζονταν με τον θετικό, ωραιοποιημένο και ευμενή τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται στα βιβλία της.
Ένας συγγραφέας χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες των ιστοριών του για να περάσει μηνύματα, για να κοινωνήσει τις απόψεις του – κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, κ.ο.κ. Έτσι πράττει και η κυρία Δημουλίδου, ακόμη κι αν το αρνηθεί. Με τους χαρακτήρες των βιβλίων της, περνά τις άποψείς της για τη θέση της γυναίκας μέσα σε μια σχέση και μέσα στην κοινωνία. Προωθεί λοιπόν μέσω των «ροζ» μυθιστορημάτων της μια ιδεολογία, η οποία είναι άκρως συντηρητική – έναν ροζ μισογυνισμό.
Βεβαίως, δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε ιδιαίτερα προοδευτικές απόψεις από την κυρία Δημουλίδου και σε ό,τι αφορά τη ΛΟΑΔ / LGBT κοινότητα. Ο τρόπος που ορίζει και περιγράφει τους ομοφυλόφιλους (άντρες και γυναίκες) και τους αμφιφυλόφιλους στη «Σουίτα στον Παράδεισο» μου προκαλεί απορία: Είναι τέτοια η άγνοιά της σε θέματα σεξουαλικής ταυτότητας και ταυτότητας φύλου ή είναι τέτοια η γνώμη που έχει διαμορφώσει, αν και έχει έναν πακτωλό πληροφορίας στη διάθεσή της; Παρακαλώ προσέξτε:
Είναι, λοιπόν, «θέμα χρόνου» ένας αμφιφυλόφιλος άντρας να καταλήξει να γίνει 100% ομοφυλόφιλος. Επίσης, ο ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος, σύμφωνα με την κυρία Δημουλίδου, δεν είναι «γνήσιο αρσενικό». «Φρίττει» και θεωρεί «εξευτελιστικό» και «άκρως αηδιαστικό» να τον αγγίξει άλλος άντρας. Με τον τρόπο επίσης που ορίζει τους αμφιφυλόφιλους, συμπεραίνω ότι αγνοεί παντελώς την κλίμακα του Kinsey, καθώς και όλες τις μεταγενέστερες εργασίες πάνω σε θέματα gender identity και sexual identity. Επίσης, με τα περί «οικονομικής ανέχειας» και «σκληροπυρηνικών γκέι» δείχνει για άλλη μια φορά το βαθύτατα συντηρητικό κοινωνικό της πρόσωπο. Επινοεί «σκληροπυρηνικούς γκέι», ή, ορθότερα, τους βγάζει από τη ναφθαλίνη των έμφυλων στερεοτύπων και δαιμονοποιεί τους γκέι ως εκμεταλλευτές και ως σαδιστικά σεξουαλικά αρπακτικά, που ικανοποιούν τις άρρωστες κι ανώμαλες ορέξεις τους πατώντας πάνω στην ανάγκη φτωχών αντρών. Βέβαια, για να αποφύγει να χαρακτηριστεί ομοφοβική, η κυρία Δημουλίδου λέει ότι δεν θα είναι «αυτή που θα κρίνει τις σεξουαλικές επιθυμίες του καθενός», αν και ακριβώς αυτό κάνει!
Μας πληροφορεί επίσης η κυρία Δημουλίδου ότι, ουσιαστικά, οι γκέι έχουν το μυαλό τους όλο στο σεξ:
«[Τ]ο πρώτιστο ενδιαφέρον των γκέι είναι πάντα η ερωτική συνέυρεση και το σεξ […]». Η κυρία Δημουλίδου αναπαράγει και διδάσκει οπισθοδρομικά σεξιστικά στερεότυπα, δαιμονοποιεί τους ΛΟΑΔ, τους αποδίδει δολιότητα που οφείλεται στην ακόρεστη δίψα τους για σεξ, και τους παρουσιάζει ως ρηχούς και κενούς ανθρώπους, αφού το μόνο που έχουν, στο μυαλό τους είναι το σεξ. Έτσι, δικαιώνει και διαιωνίζει τις ομοφοβικές (homophobic) και αμφιφοβικές (biphobic) προκαταλήψεις της πατριαρχικής κοινωνίας και προάγει την άγνοια, το φόβο και, εμμέσως πλην σαφώς, δικαιολογεί-δικαιώνει τη διαιώνιση των διακρίσεων και της βίας κατά της ΛΟΑΔ κοινότητας.
Είδαμε τις απόψεις της κυρίας Δημουλίδου, όπως τις εκφράζει στη «Σουίτα στον Παράδεισο», για τους ομοφυλόφιλους κι αμφιφυλόφιλους άντρες. Ας δούμε και τις απόψεις της για τις λεσβίες. Η κυρία Δημουλίδου εντοπίζει δυο τύπους λεσβιών, τις ανδροπρεπείς και τις θηλυπρεπείς. Ας δούμε τι λέει για τις ανδροπρεπείς:
Οι ανδροπρεπείς λοιπόν λεσβίες είναι «πολύ σοβαρές, σχεδόν απρόσιτες» και «συχνάζουν αυστηρά σε μπαρ για λεσβίες». Μ’εντυπωσιάζει αυτό το τσουβάλιασμα που κάνει η κυρία Δημουλίδου, κι ακόμα περισσότερο με εντυπωσιάζει η σιγουριά με την οποία το κάνει: όλες οι ανδροπρεπείς λεσβίες είναι «πολύ σοβαρές, σχεδόν απρόσιτες» – άρα καμία τους δε γελάει, δε χαίρεται, δε γλεντάει, δε στενοχωριέται, δε θυμώνει, δεν, δεν, δεν. Αντίθετα, όλες τους είναι ανέκφραστα, βλοσυρά προσωπεία. Και είναι και ακίνδυνες για το αναγνωστικό κοινό της κυρίας Δημουλίδου: «συχνάζουν αυστηρά σε μπαρ για λεσβίες». Δεν υπάρχει περίπτωση να τις δείτε, φερ’ειπείν, στο Γιασεμί στην Πλάκα ή στο Peñarrubia (πρώην Όστρια) στην Παραλιακή. Έχουν αυτοεξοριστεί στο δικό τους γκέτο, απαρνούμενες κάθε επαφή με τη «βέβηλη» κοινωνία. Κι επίσης, καμία ανδροπρεπής λεσβία δεν έχει πάει ποτέ με άντρα και όλες τους θεωρούν τον εαυτό τους άντρακλα. Κι αμέσως μετά, η κυρία Δημουλίδου μας περιγράφει και μας αναλύει, ως ειδική που είναι σε θέματα gender identity και σεξουαλικού προσανατολισμού, τις θηλυπρεπείς λεσβίες:
Εδώ το πράγμα γίνεται ενδιαφέρον: Οι θηλυπρεπείς λεσβίες είναι όλες «όμορφες έως πολύ όμορφες» και αρνήθηκαν τους άντρες λόγω τραυματικού παρελθόντος, όχι επειδή έτσι έτυχε να γεννηθούν και, σε αντίθεση με τις «ασφαλείς» ανδροπρεπείς λεσβίες, κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Αυτές όμως μπορεί να… θεραπευτούν και να σωθούν. Ένας ψυχολόγος ή ένας τρυφερός άντρας μπορεί να τις κάνει να δουν το φως το αληθινόν και να τις επαναφέρει στον ίσιο δρόμο – η ομορφιά τους κι η γλυκύτητά τους είναι που τις κάνει άξιες να σωθούν.
Οι απόψεις που εκφράζει η κυρία Δημουλίδου είναι επικίνδυνες: Ισχυρίζεται ότι η σεξουαλική ταυτότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ανθρώπου είναι επίκτητος και μπορεί να αλλάξει – όπως, για παράδειγμα, κάποιος κόβει το τσιγάρο ή το αλκοόλ ή την ανθυγιεινή διατροφή, έτσι μπορεί και να επανέλθει στην ετεροφυλόφιλη κανονικότητα. Αυτή η αντίληψη οδήγησε πολλούς συντηρητικούς γονείς να βασανίσουν τα παιδιά τους για να τα θεραπεύσουν από το «κουσούρι» και να τα κάνουν «νορμάλ»: εγκλεισμοί, χάπια, ψυχοφάρμακα, ηλεκτροσόκ, βασανιστήρια – κι όλα αυτά οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στην τρέλα ή/και στο θάνατο. Και στην εποχή μας, που η επιστήμη αποδέχεται ότι δεν υπάρχουν αποδεκτές επιστημονικές αποδείξεις ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ανθρώπου μπορεί να αλλάξει, έρχεται η κυρία Δημουλίδου και πετάει στα σκουπίδια τις έρευνες, τις μελέτες και τις άοκνες προσπάθειες των επιστημόνων και, έχοντας σπουδάσει στο… πανεπιστήμιο της ζωής, μας λέει ότι μπορούμε έναν ομοφυλόφιλο άνθρωπο να τον «πείσουμε» να επιστρέψει στον «ίσιο» δρόμο. Τι κι αν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ρητά ότι «ο σεξουαλικός προσανατολισμός αφ’εαυτού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διαταραχή (Sexual orientation by itself is not to be regarded as a disorder)«, η κυρία Δημουλίδου ξέρει καλύτερα!
Παρουσιάζοντας όμως τη γυναικεία ομοφυλοφιλία ως διαταραχή και παρέκκλιση από την οποία μπορεί μια γυναίκα να… θεραπευτεί, η κυρία Δημουλίδου νομιμοποιεί στη συνείδηση των αναγνωστών της τους τσαρλατάνους που υπόσχονται «θεραπεία της ομοφυλοφιλίας». Αλλά δεν περιορίζεται εκεί: Το μήνυμα που στέλνει είναι πιο βαθύ και ακόμα πιο επικίνδυνο: Όχι μόνο μας λέει ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι παρεκκλίνοντες, ανώμαλοι, επικίνδυνοι κ.ο.κ. (για τους άντρες), όχι μόνο μας λέει ότι η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι παρέκκλιση, αρρώστια, έκπτωση από την κανονικότητα και τη «φυσιολογική» κατάσταση, αλλά, παρουσιάζοντας τις θηλυπρεπείς (δηλαδή τις, κατά την ίδια, όμορφες) λεσβίες ως ικανές – άρα και άξιες – να… σωθούν και τις ανδροπρεπείς ως χαμένες υποθέσεις, η κυρία Δημουλίδου χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους, με βάση το σεξουαλικό τους προσανατολισμό και με βάση την εμφάνισή τους. Προάγει λοιπόν μια βαθύτατα σεξιστική στάση απέναντι στους συνανθρώπους μας, η οποία αγγίζει τα όρια του ρατσισμού.
Οι σεξιστικές ιδέες που προωθεί η κυρία Δημουλίδου δεν είναι άκακες, ούτε μπορούν να αγνοηθούν ως «γραφικές». Πέραν της προφανέστατης αντικειμενοποίησης της γυναίκας και της δαιμονοποίησης της γυναίκας, αυτές οι αντιλήψεις έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν εγκλήματα τιμής· διαιωνίζουν την κουλτούρα του βιασμού, η οποία δικαιολογεί, αποενοχοποιεί, ακόμη και ωραιοποιεί-ρομαντικοποιεί το βιασμό· δικαιολογούν τη βία κατά των ΛΟΑΔ (π.χ. οι συχνοί φόνοι ΛΟΑΔ ατόμων στη Τζαμάικα, όπου οι φανατισμένοι ιεροκήρυκες εμπότισαν τους ντόπιους με μια σκληροπυρηνική, βίαιη, φονική ομοφοβία, ή η μεθοδευμένη, βιομηχανοποιημένη εξόντωση ομοφυλοφίλων, Εβραίων, κομμουνιστών, Ρομά, ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, ψυχασθενών, αντιφρονούντων, αντιστασιακών στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης), καθώς και τις κοινωνικές, επαγγελματικές κ.α. διακρίσεις εναντίον τους.
Κατόπιν όλων αυτών, θεωρώ εξαιρετικά ενοχλητικό και ένδειξη ανευθυνότητας εκ μέρους των καθ’ύλην αρμοδίων το γεγονός ότι τα βιβλία της κυρίας Δημουλίδου δεν έχουν την παραμικρή σήμανση ως προς την ακαταλληλότητά τους για ανήλικα άτομα. Το ξαναλέω, η συχνότητα των σεξουαλικών σκηνών (οι οποίες μάλιστα είναι εντελώς gratuitous, υπάρχουν μόνο για να κεντρίζουν την προσοχή και δεν εξυπηρετούν σε τίποτα την πλοκή) και η ωμότητα με την οποία περιγράφονται θυμίζουν ερασιτεχνική πορνογραφία, αν και η τελευταία είναι πολύ πιο ειλικρινής. Δεν είναι όμως το σεξ στα βιβλία της αυτό που ενοχλεί· αυτό που ενοχλεί το ότι, λόγω της απουσίας σχετικής σήμανσης, ανήλικα κορίτσια που δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει κοινωνική και ατομική συνείδηση, εκτίθενται σ’αυτό το καθαρόαιμα πατριαρχικό, οπισθοδρομικό, μισογυνικό, σεξιστικό και σχεδόν ρατσιστικό μοντέλο που εισηγείται η κυρία Δημουλίδου και το οποίο ελάχιστα απέχει από τις θέσεις των φαλλοκρατών του «Men’s Rights Movement» και του «A Voice for Men». Επίσης, λόγω και της – έμμεσης ή άμεσης – πίεσης του κοινωνικού περίγυρου, κάποια κορίτσια θα πειθαναγκαστούν να θεωρούν σπουδαία και σωστή την κυρία Δημουλίδου και να υιοθετήσουν την άκρως συντηρητική, σεξιστική και μισογυνική ιδεολογία που προωθεί μέσω των χαρακτήρων της, με τον «αληθινό άντρα» να θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι «πουτάνες», άξιες περιφρόνησης κι απέχθειας, και την «αληθινή γυναίκα» να υποτάσσεται στον «αληθινό άντρα», ο οποίος θα την έχει «για να την πηδάει και να του τ’ακουμπάει». Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ δε θα ήθελα τα παιδιά μου να υιοθετήσουν το πρότυπο σχέσεων και ρόλων ανδρών και γυναικών, τον ροζ μισογυνισμό που προωθεί η κυρία Δημουλίδου, πολλώ δε μάλλον να γαλουχήσουν τα παιδιά τους μ’αυτό.
Βεβαίως, τολμώντας να γράψω αυτό μου το άρθρο επιδεικνύω απίστευτο θράσος. Η κυρία Δημουλίδου βλέπετε δεν αναγνωρίζει σε κανέναν το δικαίωμα να την κρίνει. Αποδέχεται ασμένως τους διθυράμβους των θαυμαστών και των θαυμαστριών της, αλλά ας δούμε τι έχει να πει για όσους της ασκούν οποιαδήποτε κριτική:
Δαιμονοποιεί τους μπλόγκερ, γιατί απλά θεωρεί ότι μόνο μια ελίτ, η οποία απολαμβάνει το προνόμιο να εκδίδονται τα πονήματά της από εκδοτικούς οίκους και να πωλούνται με σκοπό το κέρδος, έχει δικαίωμα να εκφράζεται. Επίσης, εξαιρώντας τη χιουμοριστική, ακόμα και σκωπτική, αντιμετώπιση ενός θέματος από την ελευθερία του λόγου, επιδιώκει να απονομιμοποιήσει τη σάτιρα. Κι όσο για την εμμονή της κατά της ανωνυμίας, αυτή είναι εντελώς διάφανη: Τάσσεται κατά της ανωνυμίας και της ψευδωνυμίας, γιατί θέλει να μπορεί να επισείει στο κάθε ανθρωπάριο που τόλμησε να εκφράσει αρνητική άποψη για τα βιβλία της την απειλή μήνυσης και αγωγής: «πες μου τ’ονοματάκι σου για να σε σύρω στα δικαστήρια γι’αυτό που είπες» – αυτό συνιστά bullying, εκφοβισμό, φίμωση, τραμπουκισμό, καταναγκασμό: «βγάλε το σκασμό, μην εκφράσεις την αντίθεσή σου σ’εμένα, γιατί θα σε κλείσω μέσα». Νοοτροπία Ενωμοτάρχου Β’ δηλαδή. Οφείλω δε να υπενθυμίσω ότι το δικαίωμα στη χρήση ψευδωνύμων, εντός και εκτός διαδικτύου, υπάρχει από πάντα: να μιλήσω για την «Ελληνική Νομαρχία» του «Ανωνύμου Έλληνος»; Για τους μεγάλους ψευδώνυμους λογοτέχνες όπως το Μενέλαο Λουντέμη ή τον Οδυσσέα Ελύτη;
Επίσης, η ανωνυμία και η ψευδωνυμία υπάρχουν ακριβώς για να προστατέψουν το δικαίωμα του λόγου και της προσωπικής έκφρασης: προστατεύουν από την «τυραννία της πλειοψηφίας», προστατεύουν whistleblowers που εντοπίζουν κι αποκαλύπτουν αδικήματα κι αντιμετωπίζουν απειλές για την επαγγελματική τους υπόσταση, ακόμα και για τη ζωή τη δική τους και των οικογενειών τους, εκπροσώπους κι ακτιβιστές ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Η ανωνυμία και η ψευδωνυμία εκδημοκρατίζει το διάλογο, γιατί δίνει φωνή σ’αυτούς που δεν έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν μέσω εφημερίδων ή βιβλίων, και γιατί τους απαλλάσσει από τον τρόμο της δίωξης για την άποψη ή τη διαφορετικότητά τους. Μάλλον δεν έχει διαβάσει το εξαίρετο άρθρο της Jillian York «A Case for Pseudonyms«. Επίσης, επιδιώκει να υποβαθμίσει κάθε επικριτή της: «αποτυχημένοι συγγραφείς, σεναριογράφοι, στιχουργοί, μουσικοσυνθέτες»… «γιατί έχουν κάνει κάποιες σπουδές». Αν λοιπόν δε σας αρέσουν τα βιβλία της και το λέτε δημόσια, είστε εξ ορισμού αποτυχημένος, γιατί έτσι αποφάσισε και είπε η κυρία Δημουλίδου! Και ναι, δαιμονοποιεί και όποιον πήγε και σπούδασε κάτι παραπάνω από αυτά που σπούδασε εκείνη. Αυτό μαρτυρά πάρα πολλά για το χαρακτήρα της, δυστυχώς. Αυτά άλλωστε συνάδουν και με όσα της προσάπτει ο Άρης Δημοκίδης στο άρθρο του στη Lifo «Γιατί η Χρυσηίδα Δημουλίδου δεν αντέχει το bullying (εκτός απ’ όταν το κάνει η ίδια!)«:
Eίναι αλήθεια πως η κα Δημουλίδου έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στην κριτική και τη σάτιρα. Μερικές φορές που ασχολήθηκα μαζί της λέγοντας και την άποψή μου, προσπάθησε να με κάνει να το μετανιώσω οικτρά. Και το προσπάθησε με πολλούς τρόπους, επίμονα και με λύσσα.
Με δικηγόρους, με απειλές ότι θα με ξεφωνήσει στην τηλεόραση (πράγμα που έκανε πράξη μιλώντας για μένα αρνητικά στην εκπομπή του Κωστόπουλου -το καλτ highlight της ζωής μου) και σε συνεντεύξεις της στις εφημερίδες (όπου με φωτογράφησε ως δημοσιογράφο-συγγραφέα «του κώλου»), με bullying από θαυμαστές της, με ομοφοβικά τους σχόλια κάτω από συνεντεύξεις μου σε άλλα σάιτ, με δικά της μηνύματα που ξεχείλιζαν από μίσος, με συνεχή παρενόχληση, με εξωφρενικές κατηγορίες, με ασταμάτητες απειλές, με το να εμπλέκει δεκαεπτάχρονες μαθήτριες και να τους τηλεφωνεί στο σπίτι, με το να βάζει εκδοτικούς οίκους να απειλούν τη LIFO πως θα αποσύρουν διαφημίσεις, με καθημερινά τηλεφωνήματα απ’ την δικηγόρο της που προσπαθούσε να με πατρονάρει/νουθετήσει, ξανά και ξανά και ξανά…
Οι καταγγελίες του κυρίου Δημοκίδη είναι εξαιρετικά σοβαρές και αποκαλύπτουν τρομακτικές πτυχές της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας της κυρίας Δημουλίδου. Θα μπορούσα να απορρίψω τους ισχυρισμούς του ως κακεντρεχείς, αν η εμπειρία πολλών στο διαδίκτυο και η όλη πολιτεία της κυρίας Δημουλίδου δεν τους επαλήθευαν. Συμφωνώ δε απόλυτα μαζί του ότι δε θα πρέπει να μπερδεύουμε τη θεμιτή σάτιρα και την απαραίτητη κριτική με τα κακόβουλα σχόλια – όμως, η κυρία Δημουλίδου τα μπερδεύει, και πιστεύω ότι το κάνει εσκεμμένα. Σαφέστατα, δε θα ήθελα έναν άνθρωπο που σκέπτεται και ενεργεί όπως η κυρία Δημουλίδου να αποτελέσει πρότυπο για τα παιδιά μου. Εσείς;
Τέλος, οφείλω να υπενθυμίσω στην κυρία Δημουλίδου το περί παράθεσης αποσπασμάτων άρθρο 19 του νόμου 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο αναφέρει:
Άρθρο 19: Παράθεση αποσπασμάτων
Επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η παράθεση σύντομων αποσπασμάτων από έργο άλλου νομίμως δημοσιευμένου για την υποστήριξη της γνώμης εκείνου που παραθέτει ή την κριτική της γνώμης του άλλου, εφόσον η παράθεση των αποσπασμάτων αυτών είναι σύμφωνη προς τα χρηστά ήθη και η έκταση των αποσπασμάτων δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η παράθεση του αποσπάσματος πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του δημιουργού και του εκδότη, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή.
Βλέπετε, η κυρία Δημουλίδου έχει – και δεν το κρύβει – μια μάλλον ιδιάζουσα αντίληψη περί ελευθερίας του λόγου και περί πνευματικών δικαιωμάτων, συνεπώς ο καθένας μας καλό είναι να προστατεύει τον εαυτό του.
.
Shortlink: http://wp.me/p6dBlh-1M
Καλά όλα ρε παιδί μου αλλά την Anita Sarkeesian τι την ήθελες, λες και είναι καμιά σοβαρή?
Μια χαρά σοβαρή είναι η Sarkeesian.
Καλά θα διαφωνήσω τελείως και για πολλούς λόγους. Δεν έχω χρόνο να ανοίξω τη συζήτηση τώρα αλλά άμα κάποιος θέλει μπορούμε να το κάνουμε.
Και μόνο οι απειλές που δέχτηκε-δέχεται κατά της ζωής της για τη δουλειά της αποδεικνύουν ότι έχει δίκιο. Και μάλιστα, η δουλειά της δε βασίζεται σε υπεραπλουστεύσεις όπως το Bechdel test. ΥΓ: «Απαντήσεις» βασισμένες στα παραληρήματα του Sargon of Akkad και των αντιγραφέων του δεν αποτελούν επιχειρήματα.